- εξάηχο
- τομουσ. μουσική ομάδα τών έξι φθόγγων που ισοδυναμεί με τέσσερεις φθόγγους τού ίδιου τύπου ή με δύο τού αμέσως μεγαλύτερου.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + ήχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάηχο — το (μουσ.), ομάδα έξι φθόγγων που έχει την ίδια αξία με τέσσερις φθόγγους του ίδιου τύπου ή με δύο του αμέσως μεγαλύτερου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)